- δημηγόρει
- δημηγορέωpractise speaking in the assemblypres imperat act 2nd sg (attic epic)δημηγορέωpractise speaking in the assemblyimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημηγορεῖ — δημηγορέω practise speaking in the assembly pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) δημηγορέω practise speaking in the assembly pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek
μελετητής — ο (Α μελετητής) [μελετώ] νεοελλ. επιστήμονας, ερευνητής που ασχολείται μεθοδικά με τη μελέτη επιστημονικών θεμάτων αρχ. αυτός που δημηγορεί, ο ρήτορας … Dictionary of Greek